κοσμοχαλασιά — κοσμοχαλασιά, η και κοσμοχαλασμός, ο χαλασμός κόσμου, μεγάλη ταραχή και αναστάτωση φυσικών στοιχείων, μεγάλος θόρυβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοχάλαση — η βλ. κοσμοχαλασιά … Dictionary of Greek
κοσμοχαλασμός — ο κοσμοχαλασιά … Dictionary of Greek
πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια … Dictionary of Greek
συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… … Dictionary of Greek
χαμός — ο, Ν [χάνω] 1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός τής μητέρας της τήν συνέτριψε») 2. εξαφάνιση («πέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει») 3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο τών … Dictionary of Greek
κοσμοχαλασμός — ο βλ. κοσμοχαλασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντέλεια — η 1. τέλος του κόσμου: Πλησιάζει η συντέλεια του κόσμου. 2. θεομηνία, κοσμοχαλασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)